Η ομοτιμία (άνθρωπος προς άνθρωπο – peer to peer/P2P) είναι ένας τύπος κοινωνικών σχέσεων.
Η ομοτιμία αναφέρεται σε συστήματα στα οποία κάθε άνθρωπος ή μέλος μιας κοινότητας έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει στη δημιουργία και τη διατήρηση ενός κοινού αγαθού, ενώ παράλληλα επωφελείται από αυτόν. Τέτοιου είδους σχέσεις υπήρχαν στις πρώτες ανθρώπινες κοινότητες τροφοσυλλεκτών. Είναι, όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με την ευρεία διάδοση του διαδικτύου, που οι ομότιμες σχέσεις επανέρχονται στο προσκήνιο.
Η δυναμική των ολιγομελών κοινοτήτων τώρα μπορεί να κλιμακωθεί.
Οι διασυνδεδεμένοι στο διαδίκτυο υπολογιστές μπορούν να αλληλεπιδρούν. Παράλληλα, τουλάχιστον ένα μέρος της υποδομής του διαδικτύου, όπως η υποδομή μεταφοράς δεδομένων, βασίζεται στη λογική της ομοτιμίας. Σε αυτό το πλαίσιο αρχίσαμε να χαρακτηρίζουμε την ανταλλαγή αρχείων ήχου και βίντεο ως διαμοιρασμό αρχείων P2P.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι πίσω από τους υπολογιστές βρίσκονται χρήστες, οι οποίοι διαθέτουν πλέον το εργαλείο που τους επιτρέπει να αλληλεπιδρούν και να συνεργάζονται εύκολα και σε παγκόσμια κλίμακα. Η ομοτιμία μπορεί να θεωρηθεί ως μια σχεσιακή δυναμική μέσω της οποίας οι άνθρωποι μπορούν να συνεργάζονται ελεύθερα και να δημιουργούν αξία μέσω διαμοιρασμού των αγαθών.
Η τεχνολογική υποδομή δε χρειάζεται να είναι πλήρως ομότιμη, προκειμένου να προαχθούν οι ανθρώπινες σχέσεις ομότιμου τύπου. Για παράδειγμα, συγκρίνετε το Facebook ή το Bitcoin με τη Βικιπαίδεια ή τα έργα ελεύθερου λογισμικού / ανοιχτού κώδικα: όλα τα εγχειρήματα αξιοποιούν την ομότιμη δυναμική, αλλά με διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς.
Επομένως, η ομοτιμία αποτελεί έναν τρόπο συσχετισμού ο οποίος επιτρέπει σε οργανωμένους σε δίκτυα ανθρώπους να συνεργάζονται, να παράγουν και να ανταλλάσσουν αξία. Με τη βοήθεια του διαδικτύου, πληροφορίες μπορούν να διαμοιράζονται και να αντιγράφονται με χαμηλό κόστος. Ωστόσο, η ομοτιμία δεν αναφέρεται μόνο στον ψηφιακό κόσμο ούτε σχετίζεται μόνο με την υψηλή τεχνολογία. Η ομοτιμία περιγράφει τις σχέσεις που αναπτύσσονται κατά το κοινωνείν ή το κοινοποιείν (commoning), με την έννοια ότι περιγράφει την ικανότητα να συμβάλλει κάποιος στη δημιουργία και τη συντήρηση ενός κοινού.